Καλώς ήρθατε...

Σε αυτό το ιστολόγιο η γιαγιά τζογια, θα αφηγήτε παλιές ιστορίες ζωής....
....αλλά και μυρωδάτες συνταγές γεμάτες από αναμνήσεις ζωής.




Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Η γιαγιά φτιάχνει τυρί





















Ο Παππούς μου είχε κοπάδι με γίδια ή ζωντανά όπως τα έλεγε.Ήταν βοσκός από μικρό παιδί,και ότι ιστορίες είχε να πεί ήταν από τα βουνά.Έλειπε κάθε μέρα,κάθε γιορτή από όλα τα τραπέζια μας.Στις μεγάλες γιορτές θυμάμαι,η γιαγιά μας έβαζε φαγητό σε ένα μπολάκι και μας έλεγε ο παππούς από βραδύς που θα έχει το κοπάδι και του πηγαίναμε φαγητό.Κάθε πρωϊ η γιαγιά μου του ετοίμαζε το σακούλι του,ένα υφαντό μεγάλο σακούλι που το κρέμαγε στους ώμους, του το είχε υφάνει η γιαγιά στον αργαλιό.Του έβαζε μέσα όλα τα απαραίτητα ή ότι είχε περισέψει από το βραδυνό τραπέζι, και οπωσδήποτε νερό.¨Εφευγε πάρα πολύ πρωϊ να μην το πιάσει το γιόμα όπως έλεγε, και πήγαινε στης σκαλής,έτσι λεγόνταν η περιοχή που είχε το κοπάδι,μέσα σε μια σπηλιά.Τα αγαπούσε πάρα πολύ τα ζωντανά του,πολλοί δε τουρίστες που πήγαιναν εκεί του έβγαζαν πάρα πολλές φωτογραφίες,αγκαλιά με κάποιο ζωντανό και ο παππούς πόζαρε πάντα με καμάρι.Θυμάμαι κάθε φθινόπωρο, ο ταχυδρόμος έφερνε συνέχεια φάκελα γεμάτα με φωτογραφίες και αν η γιαγιά έβλεπε καμία περίεργη φωτογραφία με κάποια τουρίστρια αγκαλιά,την έσκηζε και το βράδυ που ερχόταν σπίτι ο παππούς τσακώνονταν με χαρακτηριστικό βρίσιμο του παππού να της λέει:που να πάρει την τούτη σου!!!Την εποχή που γεννούσαν τα γίδια και δεν προλάβαινε ο παππούς μόνος του,πήγαινε σχεδόν όλη η οικογένεια για να βοηθήσει στο βύζαγμα και στο άρμεγμα.Εμείς το απόγευμα που δεν είχαμε σχολείο, πηγαίναμε στο μαντρί να το καθαρίσουμε και μετά από λίγο ερχόνταν και ο πατέρας με τσίμες για να φάνε τα ζωντανά που είχαν γεννήσει.Ήταν πάρα πολύ δύσκολο για ένα παιδί το καθάρισμα του μαντριού αλλά δεν είχαμε καμμία άλλη επιλογή και έπρεπε να το κάνουμε.Είχε δώσει και ονόματα στα ζωντανά όπως:Μπάρτσα,σούτα,μώρα,λιάρα.Τα ονόματα αυτά έβγαιναν ανάλογα με το χρώμα που είχε κάθε ζώο.Όταν λοιπόν ήταν περίοδος αρμέγματος έρχονταν και ο μπαμπάς να βοήθήσει τον παππού, γιατί μόνος του ήταν δύσκολο.Βάζανε το γάλα σε καρδάρια και το πήγαιναν στην γιαγιά για να το φτιάξει τυρί.
Μόλις το έπαιρνε η γιαγιά, έβαζε την τσαντίλα(τουλουπανι) για να σουρώσει το γάλα και μετά να το έβαζε σε ένα μεγάλο καζάνι που είχε, να το βράσει σε φωτιά με ξύλα που είχε μέσα στο στάβλο.Ένας τρόπος που δοκίμαζε η γιαγιά να δει αν το γάλα ήταν έτοιμο,έβαζε το δάχτυλο μέσα στο γάλα και αν επάνω στο δάχτυλο δεν έμενε ίχνος από γάλα, τότε το κατέβαζε από την φωτιά.
Τότε έριχνε και την πυτία ( Την πυτία την βρίσκουμε στο στομάχι του ζώου.Λίγο πριν σφαξουνε το κατσίκι του έδιναν λίγο ξάλα.Το γάλα αυτό το βρίσκουν στον στομάχι του ζώου όταν το σφάξουν.Το αλατίζουν πολύ καλά,το πλένουν και το κραμάνε να ξεραθεί περίπου 3 μήνες) την οποία την διάλυε πρώτα στο γάλα.Το ανακάτευε και το σκέπαζε με την τσαντίλα,το σταύρωνε και περίμενε να πήξει.Μόλις είχε πήξει της ζητούσε ο παππούς να του βάλει λίγο πηχτό όπως το έλεγε ,το οποίο το έτρωγε με ψωμί μετά το φαγητό.Μόλις λοιπόν είχε πήξει το τυρί ,η γιαγιά έπλενε καλά τα χέρια της και ανακάτευε συνέχεια το μίγμα μέχρι να γίνει αραιό.Σιγά σιγά άρχιζε να μαζεύει το τυρί στην μία μεριά του καζανιού.¨Επαιρνε το τυρί το έστηβε στα χέρια της καλά, για να φύγει το τυρόγαλο και μετά το έβαζε μέσα στα τυροβόλια που τα στοίβαζε πάλι καλά από πάνω ,για να φύγει το τυρόγαλο και τα έβαζε πάνω σε μια σανίδα ψηλά για να σφήξουν.Την άλλη μέρα τα γύριζε από την άλλη μεριά και τα αλάτιζε.Όταν δεν έσταζαν άλλο τυρόγαλο τα έπλενε και τα έβαζε μέσα σε ένα βαρέλι ή πλιθάρι με λάδι.
Κάθε Πάσχα η γιαγιά έφτιαχνε και μυζήθρα που συνήθως τις περισσότερες φορές την δώριζε σαν κάτι γλυκό και οι περισσότεροι στο χωριό περίμεναν ένα τέτοιο δώρο.Πολλοί βέβαια ήταν εκείνοι που παράγγελναν για να την έχουν στο πασχαλινό τους τραπέζι.Πολλές φορές ερχόταν η γιαγιά στο σχολείο με μυζήθρες, για τους δασκάλους για να μας προσέχουν όπως έλεγε.Όταν έφτιαχνε το τυρί, το τυρόγαλο που περίσευε το ζέσταινε πάλι και με ένα εργαλείο που είχε σε σχήμα Τ το ανακάτευε σιγά σιγά μέχρι να ανέβει η μυζήθρα επάνω..Τότε έπαιρνε την κουτάλα, την μάζευε και την έβαζε μέσα στην τσαντίλα έπιανε τις τέσσερεις άκρες και την έδενε,την έφτιαχνε για να είναι στρογγυλή και την κρέμαγε ψηλά για να σουρώσει.Του πατέρα μου, του άρεσε να την τρώει ζεστή ζεστή πρίν η γιαγιά την βάλει στην τσαντίλα.Του έβαζε ένα πιάτο και την έτρωγε με ψωμί.Την μυζήθρα στο σπίτι μας την έτρωγαν με ζάχαρη και κανέλα ή την τηγάνιζαν και την έτρωγαν πάλι με ζάχαρη.Αξίζει να αναφέρω ότι κανένα από τα τρία εγγόνια της γιαγιάς που μέναμε στο ίδιο σπίτι δεν τρώμε το τυρί.Θυμάμαι τα στοιχήματα που βάζαμε με τον παππού και τον πατέρα ότι αν φάμε ένα πολύ μικρό κομματάκι τυρί θα μας έδιναν πέντε χιλιάρικα.Φανταστείτε τι προσπάθεια κάναμε.Μας έκοβαν ένα κομματάκι τυρί σε μέγεθος μεγαλύτερο από το κεφάλι της καρφίτσας και μια φέτα ψωμί αλλά και πάλι δεν τα καταφέρναμε.

Μαντολάτο


Γλυκό που χαρακτηρίζει το νησί και παράγεται στην Ζάκυνθο, από τριακόσια και πλέον χρόνια και μας το πρωτοέμαθαν οι βενετσιάνοι κατά την περίοδο της κατοχής τους.Το όνομα του οφείλεται στο συστατικό του το αμύγδαλο,όπου στα ιταλικά λέγεται μάντολα.Τα συστατικά του είναι αμύγδαλο,μέλι,ασπράδι αυγού και μικρή ποσότητα ζάχαρης.Το μαντολάτο το συναντάμε και στην κοινωνική ζωή της Ζακύνθου,ιδιαίτερα σε αρραβώνες, ήταν το γλυκό που πήγαινε ο γαμπρός στην νύφη.Το γλυκό που προσέφεραν στους γάμους και τα βαφτίσια τους.Όπως και στην περίοδο της αποκριάς ήταν και είναι το παραδοσιακό γλυκό της Ζακύνθου.Η κατασκευή του είναι ιδιαίτερα δύσκολη και χρονοβόρα.Είναι ευαίσθητο γλυκό στις καιρικές συνθήκες και η καλύτερη εποχή για την κατασκευή του, είναι ο χειμώνας και ειδικά όταν έχει τρεμουντάνα.Το μαντολάτο σηματοδοτεί την καλή του ποιότητα με το άσπρο χρώμα και την εξαιρετική του σκληράδα.Δοκιμή της καλής κατασκευής είναι πριν το ξετυλίξουμε να το χτυπήσουμε σε μια σκληρή επιφάνεια,οπότε πρέπει να γίνει μικρά κομματάκια και τότε δεν χρειάζεται δάγκωμα στο φάγωμα.Οι Ζακυνθινοί ισχυρίζονται ότι το μαντολάτο είναι το καλύτερο αμυγδαλωτό στον κόσμο.Στις αρχές του αιώνα μας η Ζάκυνθος πούλαγε περίπου δέκα χιλιάδες κιλά το χρόνο.Όταν ο αρχιδούκας Ludwig Salvator επισκέφτηκε την Ζάκυνθο το 1904 ,παρακολούθησε την παρασκευή του στο καλύτερο ζαχαροπλαστείο του νησιού,του Δούμα του Διονυσίου Χρυσοσπάτη Ντιόγου που είχε ιδρυθεί το 1841,την οποία και κατέγραψε:
Πρώτα ζεσταίνετε ντόπιο μέλι, σε ένα χάλκινο καζάνι σε χαμηλή φωτιά,ανακατεύονται με μια ειδική ξύλινη κουτάλα για μια ώρα.Το μέλι πρεπει να είναι ζεστό που να καίει τα δάχτυλα.Μόλις το μέλι καθώς το σηκώνουν,κάνει κλωστές,το βγάζετε από την φωτιά προσθέτετε καλά χτυπημένα ασπράδια αυγών και συνεχίζετε το ανακάτεμα για 4 ώρες.Θα καταλάβετε ότι είναι έτοιμο, αν βάλετε λίγο κρύο νερό και αρχίζει να κομματιάζεται και να τρίβεται.Μετά αναμιγνύετε καβουρντισμένα αμύγδαλα και το κρυώνετε σε ένα μαρμάρινο πάγκο.Το τοποθετούσαν επάνω σε λεπτά φύλλα ζύμης αλευριού(σκαλέτα) το έβγαζαν έξω το έκοβαν και το τοποθετούσαν σε λάτινα δοχεία.
Η σημερινή συνταγή του μαντολάτου απο το εργαστήριο του κυρίου Αναστάσιου Κοτσώνη είναι:
Υλικά:
5 κιλά μέλι
2,5 κιλά ζάχαρη
3 κιλά αμυγδαλόψυχα ψημένη κοπανισμένη ελαφρά
Από 30 ζεύγη αυγά, τα ασπράδια
Εκτέλεση:
Σε 200 γραμμάρια νερό χλιαρό ρίχνουμε τη ζάχαρη και το μέλι.Τα βράζουμε σε σιγανή φωτιά 15 λεπτά, μέχρι να καραμελώσει ελαφρά.Μετά το μείγμα αυτό, το ρίχνουμε σε καζάνι και δουλεύουμε με σπάτουλα μισή ώρα μέχρι να κρυώσει.Χτυπάμε τα ασπράδια μαρέγκα και τα ρίχνουμε μέσα στο μείγμα,ανακατεύουμε καλά να γίνει μια κρέμα,το βράζουμε ξανά σε σιγανή φωτιά περίπου στους 65C και δουλεύουμε συνέχεια τη σπάτουλα επί 3 ώρες μέχρι να δέσουν καλά τα υλικά και να γίνουν σαν μια ζύμη ψωμιού.
Στο τέλος ρίχνουμε και την αμυγδαλόψυχα,ανακατεύουμε για 10 λεπτά και στην συνέχεια ρίχνουμε το μείγμα σε φόρμα να κρυώσει και να σφήξει.Κόβουμε σε τεμάχια μακρόστενα και αυτά σε μικρές πλάκες, τα τυλίγουμε σε κερόχαρτο και τα διατηρούμε σε αεροστεγή δοχεία







***Από το βιβλίο:Παραδοσιακή Ζακυνθινή Κουζίνα της κα Μ.Φιορεντίνου

Μπομπότα ή καλαμποκομαγέρεμα

Η μπομπότα είναι μια γλυκιά πίτα, την οποία την έτρωγαν κατά την περίοδο της φτώχειας, της Γερμανικής και Ιταλικής κατοχής.
Στο Κερί την αγαπούσαν πολύ , την έφτιαχναν στο φούρνο και μόλις την έβγαζαν,έτσι ζεστή-ζεστή , όπως ήταν την έβαζαν μέλι και την έτρωγαν.
Υλικά:
3 ποτήρια του νερού καλαμπόκι
6 ποτήρια του νερού χλιαρό νερό
1/2 ποτήρι του νερού λάδι
Χυμός από 3 πορτοκάλια
Ξύσμα από 3 πορτοκάλια
1 ποτήρι σταφίδες μαύρες ή σουλτανίνα
1 κουταλάκι του γλυκού σόδα
1 κουταλάκι γαρύφαλο τριμμένο
1/2 κουταλάκι κανέλα
λίγο αλάτι
Εκτέλεση:
Σε μια λεκάνη, ρίχνουμε το καλαμπόκι και το χλιαρό νερό και ανακατεύουμε καλά μέχρι να διαλυθεί το καλαμπόκι.Προσθέτουμε σιγά σιγά το λάδι και τα υπόλοιπα υλικά.
Όταν το μίγμα πήξει το αδειάζουμε σε ένα ταψάκι αφού πρώτα το έχουμε λαδώσει και το ψήνουμε περίπου για 1 ώρα μέχρι να ροδίσει.
Θυμάμαι η γιαγιά μου την μπομπότα την έλεγε καλαμποκομαγέρεμα και το έφτιαχνε σε σόμπα με ξύλα που είχαμε στην γωνιά μας και ήταν το μόνο γλυκό που έφτιαχνε τόσο συχνά, γιατί ήταν πολύ εύκολο,τα υλικά πολύ οικονομικά, το τρώγαμε όλοι,ήταν πολύ- πολύ νόστιμο και γιατί μοσχοβολούσε όλο το σπίτι.

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Κεριώτικο λεξιλόγιο


Αβελίρω=ζαλίζω
Αγκούσα=δύσπνοια
Αλλαξία=ανταλλαγή
Αμπονόρα=νωρίς το πρωϊ
Ανάερα=αμυδρά
Απένα=λίγο μόνο
Πλόχερο=χούφτα
Αποκόντο=παραλίγο να ξεχάσω
Αφιδέβουμαι=εμπιστεύομαι
Βελέσι=γυναικείο φόρεμα μακρύ
Βεραμέντε=βέβαια
Γαδίνι=λεκάνη
Γιαμά=λοιπόν
Γιαματί=προς τι
Γιάτσο=κρύο
Γκάγκλες=μαλλιά κατσαρά
δελέγκου=αμέσως
Ζαχαρόκουκο=κουφέτο
Κουκουκίζω= συγκεντρώνω
Κούλουμος= πλήρης
Κουτουλιάζω=γαργαλίζω
κουτουπόνω= αρπάζω βίαια
Λαγκοδέρνω= τρέχω και δεν φτάνω
Μαγαρίζω=λερώνω
Μάγαρο=ποντίκι
Μάμαλο=πολύ μαλακό
Μαρόκος=πετρα
Ματσουκοσάρωμα=σκουπόξυλο
Μελιγκόνι=μυρμήγκι
Μποκές=ανθοδέσμη
Μπαμπάϊ=μικρό έντομο
Ξαγκλάω=ξεμπερδεύω
Ξαγκωνιάζω=καθαρίζω σε βάθος
Ξαπόστα=επίτηδες
Ούτε τσα, ούτε μπου=χωρίς να ακουστεί τίποτα και αθόρυβα
Πασουμάκι=είδος αντρικού παπουτσιού
Πατίρω=υποφέρω
Πετενί=τσατσάρα
Πιαντάρω=αρχίζω
Πινιάτα=μικρό καζάνι
Πόρτεγο=κύρια είσοδος
Πούσα=τσέπη
Ρεβερίρω=υποκλίνομαι
Ρέου ρέου=σιγά σιγά
Ριζαύτι=Μέρος κοντά στην ρίζα των αυτιών
Ρόδουλο=φέτα κρέατος
Ρούγα=δρόμος
Ρουμαντζίνα=επίπληξη





Σαρτάω=πηδάω
Σασούφια=πονηρή γυναίκα
Σγαρλάω=σκαλίζω
Σγόμπα=καμπούρα
Σέμπιος=ανόητος
Σκαλούνι=σκαλοπάτι
Σκαρτσοφώλι=προικοσύμφωνο
Σκουλουμπουρθάω=κατρακυλώ
Κουρκουρίτσα=σαύρα
Σπόρδακας=βάτραχος
Στουπούλα=νυφαδα χιονιού
Στροπιάρω=παραμορφώνω κάποιον
Συντριμμάρα=το γεγονός της συντριβής
Ταβλομέσαλα=τραπέζι και τραπεζομάντηλο
Τελώνιο=χαζός
Τζάτζαλα=αχρηστα πράγματα
Τζιριτζάτζουλες=νάζια
Τίγαρις=μήπως
Τριτσινολόγος=κουμπαράς
Τσακανάω=δαγκώνω
Τσουλώνω=κάνω μούτρα

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Φρυγανιά




Υλικά:
1 πακέτο φρυγανιές
1 πακέτο άνθος αραβοσίτου στιγμής
Κανέλα σκόνη
Σιρόπι:
3 φλυτζάνια του τσαγιού νερό
2 φλυτζάνια του τσαγιού ζάχαρη
1 ξυλάκι κανέλα,Γαρύφαλλο
Γαρνίρισμα:
Κρέμα σαντιγύ
Καβουρδισμένο αμύγδαλο
Γλυκό βύσσινο




Εκτέλεση:
Φτιάχνουμε το σιρόπι.Βράζουμε το νερό με την ζάχαρη,το ξυλάκι από την κανέλα και τα γαρύφαλα.Το βράζουμε 5 λεπτά.Αραδιάζουμε σε ένα ταψί τις φρυγανιές.Μόλις το σιρόπι είναι έτοιμο βρέχουμε τις φρυγανιές και προσέχουμε να πάει παντού.Αφού το αφήσουμε και ρουφήξουν οι φρυγανιές ρίχνουμε από πάνω μπόλικη κανέλα.Ετοιμάζουμε την κρέμα σύμφωνα με τις οδηγίες του κουτιού.Δεν την αφήνουμε να βράσει,μόλις πήξει λίγο την κατεβάζουμε από την φωτιά.
Την ρίχνουμε επάνω από τις φρυγανιές και την αφήνουμε να κρυώσει.Όταν κρυώσει από πάνω βάζουμε σαντιγύ, καβουρδισμένο αμύγδαλο και γλυκό του κουταλιού βύσσινο.








Είναι ένα πολύ δροσιστικό γλυκό το οποίο τρώγεται χειμώνα και καλοκαίρι.Θα το βρείτε στην Ζάκυνθο με πολλές παραλαγές

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Σατυρικό ποίημα



































Μια γριά μπαμπόγρια από τη γειτονιά μου,
παντρέψου με μου 'λεγε, μου πήρε τα μυαλά μου.

Κινώ και εγώ μια Κυριακή και βάζω τα καλά μου
και πάω να επισκεφτώ την νέα πεθερά μου.

Βρίσκω το πεθερό στραβό, την
πεθερά κουτσάυλα και
οι δυό τους εκαθόντουσαν σε μια σπασμένη ταύλα.

Κι η νύφη εκαθότανε στον καναπέ στη μέση
και κράταζε την μύτη της η μίξα να μην πέσει.

Η ψείρα και η κονίδα ήταν τα προικιά της
και οι αράχνες του σπιτιού ήταν τα επιπλά της





*******Ποιήματα σατυρικά που τα παίζανε τσι ομιλίες τσι απόκριες

Ο Βασιλιάς


Κατά την περίοδο των Αποκρεών,όπου σφάζανε πολλά κατσίκια και αρνιά στο Κερί συνηθείζαμε να παίζουμε ένα παιχνίδι που το έλεγαν Βασιλιά.Επειδή δεν είχαμε την πολυτέλεια να έχουμε πολλά παιχνίδια ή να μπορούμε να βγούμε έξω μαζευόμασταν στο σπίτι μαζί με συγγενείς και παίζαμε το παιχνίδι αυτό.Στο κατσίκι και στο αρνί σε ένα σημείο, υπάρχει ένα κόκκαλο που το λέγανε Βασιλιά(κάπου στην κλείδωση του ζώου βρίσκεται αυτό).Με αυτό το κόκκαλο, παίζαμε αυτό το παιχνίδι.
Ο Βασιλιάς ήτανε ένα παιχνίδι που μας διασκέδαζε πολύ ειδικα τις μεγάλες και κρύες νύχτες του χειμώνα και δεν παίζαμε μόνο τα παιδιά αλλά συμμετείχαν και οι μεγάλοι και αυτό ήταν το ωραίο.Μπορούσαν να πάρουν μέρος όσοι ήθελαν.Στο κόκκαλο λοιπόν αυτό κάθε σημείο είχε και ένα όνομα.
Η μια του πλευρά ονομαζόνταν σαμάρι η άλλη ξυλιές η άλλη στρούμπος και η άλλη ξυλίκι.Μαζί με τον Βασιλιά χρειαζόνταν το ξυλίκι (ένα ξυλάκι μικρό) και μια πετσέτα που την στρίβαμε και την σφίγγαμε πολυ καλά, όπου αυτός ήταν ο στρούμπος.Ρίχναμε βασιλιά σαν ζάρι πάνω στο τραπέζι, και όποιο σημείο έδειχνε το κόκκαλο εμείς έπρεπε να κάνουμε τα ανάλογα.Αν έδειχνε ξυλίκι, παίρναμε το ξύλο,αν έδειχνε στρούμπο παίρναμε την πετσέτα,αν έδειχνε σαμάρι δεν κάναμε τίποτα,ήταν ασήμαντο.¨Οταν ο βασιλιάς έδειχνε το ξυλίκι, αυτός που είχε το στρούμπο(όποιος τον είχε υποτίθετε ότι ήταν ο ποιο δυνατός) ρώταγε και τους άλλους πόσες να δώσω; αδύνατες ή δυνατές;
Συνεχίζαμε να παίζουμε και ο στρούμπος,το ξυλίκι άλλαζαν χέρια.Το παιχνίδι σταματούσε όταν δεν μπορούσαμε άλλο από τα γέλια ή το ξύλο.Το ξύλο από τον στρούμπο δινόταν στα χέρια αλλά η πετσέτα που ήταν τόσο καλά στριμμένη, μας έκανε τα χέρια ολοκόκκινα.Το παιχνίδι αυτό το συνοδεύαμε με ωραίο μυρωδάτο κακάο που μας έφτιαχνε η γιαγιά ή με τσάι του βουνου μαζί με κανέλα,γαρύφαλλο,γλυκάνισο και δυόσμο.Ακόμα θυμάμαι το υπέροχο άρωμα που μοσχοβολούσε όλο το σπίτι και έκανε την ατμόσφαιρα ακόμα πιο ζεστή.

Ρυζόγαλο





















Ο παππούς ο Νικόλας, είχε κοπάδι με γίδια και έτσι είχαμε πάντα αρκετό γάλα στο σπίτι.Εμείς τα παιδιά δεν το πίναμε,γιατί δεν μας άρεσε,έτσι η γιαγιά για να μας πείσει έβαζε κρυφά το γιδινό γάλα μέσα στο κουτί του νουνού και μας έλεγε :ε,από το κουτί είναι,γιατί δεν το πίνετε;Ή μας έφτιαχνε το πρωί γάλα, για να πάμε στο σχολείο, αλλά από πάνω απο το γάλα ,για να μην μας μυρίζει πολυ, έβαζε και λίγο ελληνικό κάφε.Όπως καταλαβαίνετε επειδή εμείς αργούσαμε να σηκωθούμε, ο καφές έκανε πέτσα από πάνω και ήταν πολύ χειρότερα τα πράγματα.Ευτυχώς που η γιαγιά έπιανε την κουβέντα από το παράθυρο της κουζίνας με τους περαστικούς και βρήσκαμε εμείς την ευκαιρία και το χίναμε στο νεροχύτη και τότε η γιαγιά έλεγε:το 'πιατε πουλάκια μου;Στην ευχή μου να πάτε!!!!! Θυμάμαι πάντα, ότι αρκετά βράδυα η γιαγιά μου έφτιαχνε ρυζόγαλο.Εμένα μου έρεσε να το τρώω μόλις έβγαινε από την φωτιά, με κανέλα από πάνω,ήταν τέλειο.Συνήθως ρυζόγαλο στο χωριό μας έφτιαχναν, την Κυριακή της Τυρινής, όπου εκείνη την ημέρα έτρωγαν πολλά γαλακτοκομικά.Η γιαγιά μας έστελνε στο μπακάλικο του Αυρά και παίρναμε και μαντολάτα.

















Υλικά:
Ένα λίτρο γάλα
1 1/2 φλυτζάνι του καφέ ρύζι
1 φλυτζάνι του τσαγιού ζάχαρη
Λίγη βανίλια
Λίγο αλάτι
Νερό
Κανέλα
Εκτέλεση:Βράζουμε το νερό με το ρύζι και το αλάτι.Μόλις το ρύζι μαλακώσει λίγο,ρίχνουμε το γάλα και την ζάχαρη και ανακατεύουμε συνέχεια μέχρι να βράσει το ρύζι και να χηλώσει το ρυζόγαλο.Σερβίρουμε σε μπολάκια και ρίχνουμε από πάνω κανέλα

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Γυρίζω στα όρη


Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό


Γυρίζω, γυρίζω, στα όρη, στα δάση,
να ιδώ μην περάσει, η νέα π΄αγαπώ,
ματαίως γυρίζω, γιατί δεν περνάει,
η νέα π΄αγαπάει, η δόλια μου η καρδιά.

Γυρίζω, δακρύζω, στα όρη, κοιτάζω,
κι ακόμα φωνάζω, αυτά να της πω,
γιατί να ξεχάσει, τι μου είπε μια μέρα,
στα δέντρα εκεί πέρα, κι ακόμα πονώ.


Ζακυνθινή Kαντάδα, αγνώστων δημιουργών, που εκφράζει το παράπονο του νέου της εποχής εκείνης για την προδοσία του από την αγαπημένη του

Το βράδυ σαν πέσω, στο έρημο κρεβάτι,
τα μάτια να κλείσω, ποτέ δεν μπορώ,
και μάρτυρα έχω, της νύχτας τ΄αγέρι,
το πιο λαμπρό αστέρι, ψηλά στον ουρανό.



Γυρίζω στα όρη

Ο Κυνηγός


Κεριώτικος χορός,που χορεύετε ακόμα και σήμερα σε εκδηλώσεις,γάμους και πανηγύρια:

Κυνηγός που εκηνυγούσε εις τα
δάση μια φορα,
έτυχε να συναντήσει μια έρημη εκκλησιά.
Προχωρεί και μπαίνει μέσα με λυπητερή καρδιά,
βλέπει εκεί που επροσκυνούσε μια μικρή καλογραιά.

Καλογραία μου τσι λέει το όνομα σου επιθυμώ.
Το όνομα σου και ας πεθαίνω στο ερημοκκλήσι αυτό.

Το όνομα μου δεν στο λέω γιατί εσύ θα λυπηθείς,
γιατί εσύ ήσουνα η αιτία καλογραία να με δεις.

¨Ελα πάτησε τον όρκο και παντρέψου μια φορά,
πάρε με τον κυνηγάρη που σ'αγάπησα πιστά.

Απ'τον όρκο θα πατήσω το θεό θα απαρνηθώ,
πάνε τώρα δύο έτη όπου ασκητεύω εδώ.
Η τροφή μου είναι το χόρτο, το κρεββάτι μου ο κισσός
και μια πέτρα μαξιλάρι, έτσι μου ήτανε γραφτό.

Όθε δεις δυο κυππαρίσια και στη μέση ένα σταυρό,
εκεί μέσα είναι θαμμένος ο μικρός ο κυνηγός.

Κι όθε δεις δυο κυππαρίσια και στη μέση μια μυρτιά
εκεί μέσα είναι θαμμένη η μικρή καλογραιά.





Ο Κυνηγός

Δεν ήτανε μεγάλη η τσαπία!!!!!!!!


Εδώ και πολλά χρόνια σε ένα χωρίο κάπου στο κάμπο, ήτανε ένας αγρότης που έβγαζε πατάτα.
Είχε την τσάπα του και δούλευε,πάρα δίπλα ήταν και ένας άλλος συγχωριανός που έκανε ζευγάρι.
Κάποια στιγμή επήγε η γυναίκα του να του πάει κομμάτι νερό.Στάθηκε οπίσω του για να μην τονε μποδάει.¨Οπως σηκώνει εκείνος την τσάπα για να σκάψει, τσι δίνει μια μέσα στο κεφάλι και την αφήνει ξερή.Εκείνος ο κακομοίρης δεν κατάλαβε την εγίνηκε και συνέχιζε να σκάβει.Του κάνανε νόημα κάποιοι περαστικοί αλλά νόμιζε ότι τονε χαιρετάνε και δεν έδωσε σημασία.Κάποια στιγμή εκεί που έσκαβε βλέπει τα αίματα και μπίχνει τσι φωνές.
Την πήγε στο νοσοκομείο,φώναζε, έκλαιγε, τον ησυχάσανε οι γιατροί ότι δεν είναι τίποτα σοβαρό.Όταν πήγε να δεί την γυναίκα του τσι λεγε:΄Γυναίκα με γνωρίζεις,γυναίκα αν πάθεις κάτι τι θα γένο;
Και η γυναίκα του λέει:το παιδί που είναι;Εκεί κάπου στο δρόμο...Τα χε χαμένα η κακομοίρα.Τότε εκείνος μπήχνει πάλι τσι φωνές και έλεγε:Ου, πάει τσι σάλεψε,γιατρέ το χασε, πάει.Ο, τι σου καμα,ο, τι με βρήκε!!Μα και 'συ οπίσω μου έβρηκες να κάτσεις;
Δεν με γνωρίζει παιδία!!

Και πάει πάλι στην γυναίκα του και τσι λέει:Γυναίκα πως είσαι;Γυναίκα με γνωρίζεις;Δεν ήτανε μεγάλη η τσαπία,γυναίκα, σήκω!!!!!

Το χωριό μας







Το Κερί βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του νησιού, απέχει 15χμ από την πόλη της Ζακύνθου και 12χμ από το αεροδρόμιο.
Αναφέρεται από τον Ηρόδοτο ως η περιοχή η οποία συνδυάζει θάλασσα, πευκοδάσος, κοιλάδες και ποτάμια. Το Κερί πολλές φορές στο παρελθόν έχει μπει στόχος πειρατών και κατακτητών.
Οι άνθρωποι στο χωριό με τα χρόνια έχουν γίνει αγρότες, ψαράδες, ξυλοκόποι και βοσκοί που αγωνίζονται με τη γη, με φτώχια και δυσκολίες που υπάρχουν σε όλες τις εποχές. Την ίδια στιγμή επεκτείνουν την μόρφωση τους, η αγάπη για το τραγούδι, το χορό και τη μουσική είναι γνωστή και το διάσημο θέατρο ή ' Ομιλίες', ένα άλλο όνομα για το θέατρο των δρόμων, όπου διασκεδάζει ένα ολόκληρο χωριό. Επίσης επεκτείνουν ομάδες από περίφημους μελωδικούς τραγουδιστές του δρόμου.




















Η παράδοση και η κουλτούρα ανθίζει, παράλληλα και η φυσική ομορφιά και με τον τουρισμό που ήρθε έκαναν το Κερί έναν από τους προορισμούς με τη μεγαλύτερη ποιότητα τουρισμού στο νησί καθώς συνδυάζει όλα τα επιθυμητά στοιχεία, φύση, παράδοση και κουλτούρα.
Οι περισσότερες επιχειρήσεις είναι οικογενειακές και έτσι δίνουν την ευκαιρία στους επισκέπτες να έρθουν σε επαφή με την τοπική κουλτούρα.
Ελάτε για μια Πασχαλινή εμπειρία στο Κερί με τις παλιές παραδόσεις και την όμορφη εκκλησία η οποία έχει ιστορική σημασία. Ελάτε και επισκεφτείτε το χωριό τον Μάϊο και θα δείτε και μόνοι σας την εκπληκτική ποικιλία από άγρια λουλούδια.
Ελάτε και επισκεφτείτε το καλοκαίρι και κολυμπήστε στα γαλάζια νερά ή πηγαίνετε στις σπηλιές στο Κερί. Εάν έχετε σκάφος ελάτε και προσαράξτε το στο όμορφο φυσικό λιμάνι, και αν δεν έχετε μπορείτε με έναν από τους έμπειρους καπετάνιους μας να πάτε μια βόλτα γύρω από την υπέροχη ακτή μας, πλούσια σε γεωλογικά θαύματα.
Ελάτε τον Σεπτέμβρη και συμμετέχετε μαζί μας στην παραγωγή κρασιού.
Ελάτε τον Οκτώβρη και δείτε πως φτιάχνουμε το περίφημο Ζακυνθινό λάδι ελιάς. Προσπαθήστε να κάνετε τις τοπικές δραστηριότητες και απολαύστε την φιλοξενία μας.
Ελάτε και απολαύστε τον υποθαλάσσιο κόσμο στα δυο κέντρα καταδύσεων.
Ελάτε και δείτε το διάσημο Πηγάδι του Ηρόδοτου και την θαλάσσια χελώνα Καρέτα-Καρέτα η οποία έρχετε κάθε καλοκαίρι στο νησί και γεννά τα αυγά της στο κόλπο του Λαγανά.




Ελάτε να δείτε το ηλιοβασίλεμα από τον φάρο στο Κερί... περπατήστε στο πευκοδάσος.
Όλες τις μέρες σας εδώ θα έχετε κάτι διαφορετικό να κάνετε και να απολαύσετε τις διακοπές σας.





*Από zanteweb.gr

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Φιτούρες


Είναι ένα γλύκισμα που κατασκευάζεται από σιμιγδάλι και είναι συνυφασμένο με κάθε γιορτή στην ντόπια καθημερινής μας ζωή.Μαζί με το παστέλι είναι τα γλυκίσματα που είναι απαραίτητα σε κάθε πανηγύρι.
Υλικά:
3 κιλά νερό
1 κιλό σιμιγδάλι
λίγο αλάτι
Εκτέλεση:
Βράζουμε το νερό μαζί με το αλάτι.Όταν κοχλάζει αρκετά ρίχνουμε λίγο λίγο το σιμιγδάλι και ανακατεύουμε συνέχεια μέχρις ότου η ξύλινη κουτάλα σταθεί όρθια(να γίνει μια μέτρια κρέμα,ούτε πολύ πηχτή ούτε πολύ αραιή).Λαδώνουμε ενα ταψί και ρίχνουμε την ζύμη.
Την στρώνουμε καλά με μια κουτάλα για να γίνει λεία η επιφάνεια.Αν θέλουμε ρίχνουμε πολύ ελάχιστο λάδι επάνω.Μετά από 12 ώρες έχει κρυώσει και χαράζουμε την ζύμη σε κομμάτια λοξά όπως το γαλακτομπούρεκο.Σε λίγο λάδι καυτό ρίχνουμε τα κομμάτια και τα τηγανίζουμε και από τις δύο μεριές μέχρι να κάνουν μια χρυσοκκόκινη κρούστα.
Προσοχή:θέλει λίγο λάδι την φορα και όταν τελειώνει συμπληρώνουμε ξανά γιατί με αυτό τον τρόπο η φυτούρα κάνει μια ωραία κρούστα.Τις γαρνίρουμε με ζάχαρη και κανέλα

***Από το βιβλίο Παραδοσιακή Ζακυνθινή κουζίνα της κας Μ.Φιορεντίνου

Κρεατόπιτα Κερίου


Κατά τα έθιμά μας η πίτα αυτή τρώγεται την Τσικνοπέμπτη το βράδυ στο Κερί και μόνο εδώ.
Λοιπόν παρακάτω σας παραθέτω όλη την διαδικασία.
Υλικά:
1 κιλό κατσίκι μπούτι
1 κιλό αρνί μπούτι
1 κιλό χοιρινό μπούτι
5 σκόρδα χλωρά
1 ματσάκι μάραθο
άγρια χόρτα(τσιγαρίδια)
1 φύλλο δάφνης,πιπέρι,αλάτι
Μια κουταλιά της σούπας πάστα
1 ξυλάκι κανέλα
Λίγο γαρύφαλο
Λίγο κεφαλοτύρι τριμμένο
3 ποτήρια νερό
2 φλυτζάνια του ταγιού λάδι
2 φλυτζάνια του καφέ ρύζι
Υλικά ζύμης:
1 κιλό αλεύρι
χλιαρό νερό όσο πάρει
αλάτι χοντρό

Εκτέλεση:
Ανακατεύουμε το αλάτι με το νερό μέχρι να λιώσει.Σε μια λεκάνη ρίχνουμε το αλεύρι σιγά- σιγά ,το νερό και ανακατεύουμε μέχρι να γίνει μαλακιά η ζύμη.
Στο τέλος ρίχνουμε 1 κουταλιά της σούπας λάδι.
Κόβουμε το κρέας σε πολυ μικρά κομματάκια.Το ρίχνουμε στο νταβά και αλατιπιπερώνουμε.
Σε πολύ χαμηλή φωτιά τσιγαρίζουμε τα κομμάτια του κρέατος περίπου 1/2 ώρα.Όταν αρχίζει να ροδίζει ρίχνουμε το σκόρδο και το μάραθο ψιλοκομμένο.Προσθέτουμε την δάφνη,την κανέλα,τα γαρύφαλα,το τυρί,την πάστα, ρίχνουμε το ρύζι,τα τσιγαρίδια και τα ανακατεύουμε όλα μαζί.Αμέσως ρίχνουμε το νέρο.
Κατεβάζουμε από την φωτιά.Τ' αδειάζουμε σε ένα ταψί.Χωρίζουμε την ζύμη σε δύο ίσα μέρη.Ανοίγουμε την ζύμη στο μήκος του ταψιού.Και στρώνουμε το ένα μέρος στο πάτο του ταψιού.Περίπου να έχει η ζύμη ένα δάχτυλο πάχος.Βάζουμε το κρέας μέσα στο ταψί και σκεπάζουμε με την υπόλοιπη ζύμη ρίχνοντας από πάνω με μια κουτάλα λίγο από το ζουμί για να γίνει ακόμα πιο νόστιμο το φύλλο.Βάζουμε στο φούρνο στους 180 βαθμούς περίπου μια ώρα.Όταν αρχίζει να ροδίζει η ζύμη σκεπάζουμε με αλουμινόχαρτο.
Καταλαβαίνουμε αν είναι έτοιμο όταν δούμε ότι έχει πιεί το ζουμί του και μείνει με το λάδι του.


Καλή σας όρεξη!!!!!!

Κεριώτικες Απόκριες


Στο Κερί όπως και σε όλη την Ζάκυνθο οι απόκριες γιορταζόντουσαν με πολύ κέφι.Ειδικά στο Κερί όμως:

Την πρώτη κυριακή τη λέγανε <<Η κυριακή των γιδώνε.>.Σφάζανε την γίδα,πολλές φορές παρέα δυο τρεις οικογένειες.Φυλάγανε κρέας για να φάνε όλη την εβδομάδα γιατί γινότανε κραιπάλη τις απόκριες στο φαγητό.Το διατηρούσαν μέσα στη στέρνα σε σκοινί κρεμασμένο,ήταν αρκετά δροσερά ή το αλατίζανε.Από αυτή την πρώτη Κυριακή αρχίζανε και οι <μάσκαρες>.Ο κόσμος δεν είχε άλλο τρόπο να διασκεδάσει και μεταμφιεζότανε με παλιά ρούχα,άλλοι νυφάδες άλλοι <ντετόροι>.Ντετόροι ήταν αυτοί που ντυνόντουσαν με πολυ ωραία ρούχα,συνήθως λευκά....όταν τους έβλεπαν έλεγαν:ου ένας ντετόρος.Άλλοι φόραγαν κουδούνια.Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να διασκεδάσουνε.Πηγαίνανε σε σπίτια που είχαν το πιο πολύ κρασί για να πιούνε και να μεθύσουνε.

Η δεύτερη κυριακή του Τριωδίου ήταν <<η Κυριακή του γουρουνιώνε>>.Κρατούσαν την ίδια διαδικασία φύλαξης και φαγητού ολόκληρη την εβδομάδα,μόνο που φτιάχνανε το κοκκινιστό χοιρινό με μακαρονάδα και ήταν πολύ νόστιμο.Κρατάγανε χοιρινό για την πίτα της τσικνοπέμπτης,στο Κερί και μόνο εδώ την Τσικνοπέμπτη έφτιαχναν και φτιάχνουν ακόμα και σήμερα μια πίτα με τριών λογιόνε κρέατα,θα σας δώσω την συνταγή παρακάτω να την κάμετε στο σπιτικό σας.Υπήρχε επίσης ένα έθιμο που το έλεγαν: μπουκουτσάκι.Τα παιδιά του χωριού το βράδυ της Τσικνοπέμπτης πηγαίνανε στα σπίτια του χωριού λέγοντας: θεός σχωρέστους και ελέησον και κλαμπαναρέησον, είδαμε και είδαμε θέλουμε το μπουκουτσάκι μας.Παίρνανε ένα κομμάτι ψωμί για συγχώριο των ψυχών και το βάζανε μέσα στα σακούλια τους.Αυτό σήμερα δεν γίνεται.Τότε υπήρχε φτώχεια,ήταν έθιμο και ανάγκη μαζί.Το σάββατο το μεσημέρι ήταν έθιμο να σφάξουνε το αρνί,τηγανίζανε τη σκωταρία για το μεσημέρι και το βράδυ τρώγανε το σγαρτζέτο,το οποίο ήταν στην κατσαρόλα με ντομάτα και περιελάμβανε τα πόδια του αρνιού,την κοιλιά και τα έντερα.Τα πόδια τα τυλίγανε με έντερα.Στην αρχή τα τηγανίζανε μέσα στην κατσαρόλα με μάραθο και σκόρδο χλωρό και τα αφήνανε να βράσουν με την σάλτσα τους.Κρατάγανε το αρνί για την Κυριακή.

Γι αυτο την Τρίτη Κυριακή την λέγανε του <<αρνιώνε>>.Εδώ δεν ψήνανε αρνί το Πάσχα,το ψήνανε αυτη την Κυριακή των αποκρεών.Η τέταρτη Κυριακή πριν την Καθαρά Δευτέρα την λέγανε και την λένε ακόμα <<Κυριακή των Ψαριώνε>>.Τρώγανε μόνο γαλακτερά,σκορδαλιά,μακαρονάδες,ψαρικά και αυγά βραστά.Την Παρασκευή μετά τις απόκριες κάνανε σπερνά μόνο όποιος είχε στο σπίτι του παπά που δεν ζούσε, ενώ η προηγούμενη ήταν για τους λαϊκούς.

Επειδή τις μέρες αυτές όσοι είχαν πρόβατα είχαν μεγάλη παραγωγή γάλακτος,έδιναν στους άλλους χωριανούς γάλα για να φτιάξουν το παραδοσιακό ρυζόγαλο.Της Τυρινής το βράδυ το τραπέζι το αφήνανε στρωμένο και με τα φαγητά επάνω, γιατί πίστευαν ότι οι ψυχές πέρναγαν και έπρεπε να δουν αν υπήρχαν όλα τα καλά.Όλες τις μέρες των αποκρεών ντυνόντουσαν και μαζευόντουσαν στο μισοχώρι με το ταμπουρλονιάκαρο (δύο μουσικά όργανα ταμπούρλο και ανιάκαρα) χορεύανε,κάνανε καλαμπούρια.Ηλέγανε οι γυναίκες αν έβρεχε κάποια από τις Κυριακές των Αποκρεών :δόξα τω θεώ βρέχει δεν θα γίνει ντόρος στο μισοχώρι,δηλαδή γινότανε τόση φασαρία από τον κόσμο που μαζευόταν στην πλατεία.Χαρακτηριστικό εκείνων των ημερών όπως και σε όλη την Ζάκυνθο ήταν οι ομιλίες(θεατρικά έργα στα οποία έπαιζαν μόνο άντρες.Τις ετοίμαζαν πολυ νωρίτερα,κάνανε πρόβες και τις έγραφαν λαΪκοί άνθρωποι, σατιρίζοντας γεγονότα της καθημερινότητας.Τότε ο κόσμος δεν είχε με τίποτα να ασχοληθεί,υπήρχαν άνθρωποι ταλέντα που ζούσανε πολύ τον ρόλο τους.Άλλος έκανε κωμικό ρόλο άλλος πρωταγωνιστικό.Στήνανε πάλκο στο μισοχώρι και ερχόντουσαν και από άλλα χωριά να δουν την ομιλία:

Το γέλιο είναι ζωή και είναι πραγματικότης, το άγχος εξαπλώθηκε σ’όλη την ανθρωπότης,

γι αυτό αν μπορείς, στο διπλανό σου κάνε τον να γελάσει, το άγχος που έχει μέσα του λίγη ώρα να ξεχάσει.

Τα όσα είπαμε εδώ πες τε τα και πιο πέρα, στη Λίμνη να ‘ρθετε όλοι σας την Καθαρή Δευτέρα

εκεί θα γίνουν κούλουμα εφέτος πιο μεγάλα, θα παίρνει δύο κουταλιές ο ένας φασολάδα

έως την άλλη Κυριακή κρατάει το καρναβάλι του χρόνου να ‘μαστε καλά και θα τα πούμε πάλι.



***Απόσπασμα απο το βιβλίο <Κοινωνικός και Πνευματικός βίος Κεριωτών της κας Α.Κατσαίτου

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

Μαραθίας



Μαραθία,Μαραθία που μου καψες τα φύλλα τση καρδίας!!!!!!

ραφιόλια


Τα ραφιόλια τα έφτιαχνε η γιαγιά μου η τζόγια, όταν ήμουν πάρα πολη μικρή και ακόμα έχω ζωντανή την μοσχοβολάδα που είχε όλο το σπίτι όταν τα έφτιαχνε.

Τα ραφιόλια είναι είδος δίπλας,απλά είναι πολύ πιο μικρά και όχι τόσο μελωμένα όπως οι δίπλες.Το σίγουρο όμως είναι ότι αν τα δοκιμάσετε θα τα λατρέψετε όπως εγώ:



Υλικά:

2 κιλά αλεύρι(πολύ ψιλό)

Μισό κιλό λάδι
3 αυγά

4 κουταλιές της σούπας ζάχαρη
2 κουταλάκια του γλυκού σόδα

6 πορτοκάλια

2 ποτηράκια του ποτού κονιάκ

1 ποτηράκι αλυσιβα

λάδι για τηγάνισμα

σουσάμι
κανέλα

μέλι


Εκτέλεση:
Ρίχνουμε σε λεκάνη το λάδι,το αλέυρι,τα αυγά χτυπημένα,τη σόδα διαλυμένη στο χυμό από τα πορτοκάλια,τη ζάχαρη,το κονιάκ,την αλυσίβα(η αλυσίβα γίνεται,βράζοντας σε κατσαρόλα λίγο νερό και λίγη στάχτη.
Την αφήνουμε να κατακάτσει και παίρνουμε ένα ποτηράκι) και ζυμώνουμε καλά ώσπου να γίνει μια ζύμη που να ανοίγεται σε λεπτό φύλλο.
Αν είναι σκληρή προσθέτουμε λίγο νερό.
Ανοίγουμε το ζυμάρι σε φύλλα λεπτά,τα κόβουμε σε λωρίδες και μετά την κάθε λωρίδα την κόβουμε σε μικρούς ρόμβους (τετράγωνα ή ότι άλλο σχήμα θέλουμε,απλά επειδή η γιαγιά τα έκανε ρόμβους για αυτό και σας το προτείνω) και τα τηγανίζουμε σε καυτό λάδι μέχρι να ροδίσουν.
Τα βάζουμε σε μια πιατέλα τα περιχύνουμε με μέλι,σουσάμι και κανέλα και σερβίρουμε.

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

η γιαγιά τζόγια θυμάται.....................

Με την γρύπη του 1918, 180.000 άνθρωποι πεθάνανε.
Τότε όποιος άνοιγε το <κιβούρι> του δίνανε τα παπούτσια του πεθαμένου (λόγω φτώχειας).

Πεθαίνει λοιπόν ένας γέρος μιας γρίας και εκείνη έταξε του Νικολή να του δώσει τα παπούτσια του πεθαμένου.Oμως ήρθε ένας συγγενής της τονε λυπήθηκε και του τα' δωσε αντί να τα δώσει στον Νικολή τον Σαλούτο.

Στη συνέχεια όμως, από το ίδιο σπίτι πεθάνανε 2-3 συγγενείς.
Ο Νικολής πάλι τα ζήτησε, εκείνη του τα υποσχέθηκε,αλλά πάλι κάτι έτυχε και δεν του τα έδωσε.

Την τσακώνει λοιπόν την γρία και την κάνει σκοτωτή από το ξύλο.
Αυτή πάει στον αστυνόμο, τον πιάνουνε τον Νικολή και του λέει ο αστυνόμος:
-γιατί τη χτύπησες τη γρία;
και εκείνος του λέει:
-καπετάνιε, τση τον εχώνω επρόπερσι, τση τον εχώνω επέρυσι, τον εχώνω και φέτος κι εκείνη τίποτα!!!!!!!!!!!!





Μπίμπιες........

Κοίταμε ερωτεγμένη μου,ώστε να σκαπετήσω κι αν δεν σ'αρέσω στο κορμί πες μου να μη γυρίσω.



Σήμερα και αύριο θα μας δω, θα'μαι και το
σαββάτο ,την κυριακή σ' άφήνω γεια μήλο μου ζαχαράτο.


Τι τραγουδάκι να σου πω κόρη μου να σαρέσει
η μια σου σπάλα να κοπεί και η άλλη να σου πέσει!!!!!!


-Θυμάσαι που ετρώγαμε τη μαύρη πεπονέτα,εσύ έτρωγες τα ξώφυλλα κι εγώ τα από μέσα;

-Θυμάσαι που σε φίλησα για να μου πεις και πότε στην καντουνάδα του σπιτιού που τάϊζες τσι κότες;


-Πεθερά να σε ρωτήσω πού να πάω να κατουρήσω;

-Νύφη μου τραβήξου σ'άκρη κι άλλα αμόλα κι άλλα κράτη!!!!!